- μνήστωρ
μνήστωρ, ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστωρ, ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστωρ — μνήστωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) μνηστευμένος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του 2. στον πληθ. οἱ μνήστορες (στον Όμηρο) οι μνηστήρες τής Πηνελόπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα τωρ… … Dictionary of Greek
μνήστωρ — mindful of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστόρων — μνήστωρ mindful of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστορα — μνήστωρ mindful of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστορας — μνήστωρ mindful of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστορες — μνήστωρ mindful of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστορι — μνήστωρ mindful of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήστορος — μνήστωρ mindful of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОСИФ — Прекрасный (Иосиф евр. jôseph, из jôseph el, «бог да умножит»), в традициях иудаизма, христианства и ислама (Йусуф) сын Иакова и Рахили (младший из одиннадцати сыновей Иакова, рождённых в Месопотамии); через своих сыновей Ефрема и Манассию («дом… … Энциклопедия мифологии
обручитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. μνήστωρ) посредник между женихом и невестою,… … Словарь церковнославянского языка
оброученикъ — ОБРОУЧЕНИК|Ъ (26), А с. 1. Жених, обрученный: см҃рти ради ѥдиного или ѡбрѹченика или ѡбрѹченицю. ѡбрѹчению раз(д)рѣшьшюсѧ. КΡ 1284, 246в; Прелюбодѣи ѥсть иже иному обрученую пѡиметь. живу сущю обрученику ѥ˫а. МПр XIV, 109; Обрѹченикѹ ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)