- μνήστρια
μνήστρια, ἡ, fem. von μνηστήρ, nach Poll. 3, 31 = προμνήστρια bei den Att.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστρια, ἡ, fem. von μνηστήρ, nach Poll. 3, 31 = προμνήστρια bei den Att.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστρια — μνήστρια, η (Α) 1. θηλ. τού μνηστήρ* 2. προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησ τήρ + επίθημα τρια (πρβλ. πλάσ τρια) … Dictionary of Greek
μνήστριαν — μνήστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνήστριαι — αἱ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «αἱ ύμνοῡσαι τὴν θεὰν ἱέρειαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μνήστρια, θηλ. τού μνηστήρ] … Dictionary of Greek