μίσηθρον

μίσηθρον

μίσηθρον, τό, Mittel, Haß gegen Jemand zu erwecken, Luc. D. Mer. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μίσηθρον — και μίσητρον, τὸ (Α) μαγικό μέσο το οποίο εγείρει μίσος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κατάλ. θρον/τρον (πρβλ. στέργ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • μίσηθρον — charm for producing hatred neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισήθροις — μίσηθρον charm for producing hatred neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μίσητρον — μίσητρον, τὸ (Α) βλ. μίσηθρον …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”