- μίσθιος
μίσθιος, besoldet, gemiethet, Lohnarbeiter, Plut. Lyc. 16; auch μίσϑια πηνίσματα κρούει, d. i. sie webt für Geld, Ep. ad. 82 (VI, 283).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσθιος, besoldet, gemiethet, Lohnarbeiter, Plut. Lyc. 16; auch μίσϑια πηνίσματα κρούει, d. i. sie webt für Geld, Ep. ad. 82 (VI, 283).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μίσθιος — salaried masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… … Dictionary of Greek
μισθίων — μίσθιος salaried fem gen pl μίσθιος salaried masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιον — μίσθιος salaried masc acc sg μίσθιος salaried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίοις — μίσθιος salaried masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίου — μίσθιος salaried masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίους — μίσθιος salaried masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθια — μίσθιος salaried neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσθιοι — μίσθιος salaried masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθία — μισθίᾱ , μίσθιος salaried fem nom/voc/acc dual μισθίᾱ , μίσθιος salaried fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθίας — μισθίᾱς , μίσθιος salaried fem acc pl μισθίᾱς , μίσθιος salaried fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)