μέλλαξ

μέλλαξ

μέλλαξ, ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλλαξ — μέλλαξ, ακος, ὁ (Α) νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + επίθημα αξ. Η λ. θεωρείται υποκοριστικός τ. πιθ. τού τ. μελλείρην «έφηβος» (πρβλ. μόθαξ, υποκοριστικό τού μόθων «παιδί ειλώτων»)] …   Dictionary of Greek

  • μέλλαξ — youth masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλακες — μέλλαξ youth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλαξι — μέλλαξ youth masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλαξ — (I) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (αττ. τ.) το φυτό σμίλαξ*. (II) μῑλαξ, ακος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡλικία ἔνιοι δὲ μέλλαξ καὶ παρ Ἑρμίππῳ ἐν Θεοῑς ἀγνοήσας Ἀρτεμίδωρος ἐκεῑ γὰρ μῑλάξ ἐστιν, δηλοῑ δὲ τὸν δημοτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Γλώσσα που παραδίδει ο… …   Dictionary of Greek

  • μελλάκιον — μελλάκιον, τὸ (Α) [μέλλαξ] 1. νεαρός, παλικάρι 2. παραγιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”