μέλημα

μέλημα

μέλημα, τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρϑένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ ϑανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλημα — object of care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλημα — το (ΑM μέλημα [μέλω] 1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ. β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση τού συμφέροντος τής πολιτείας») 2. μέριμνα, φροντίδα αρχ. 1. χρέος,… …   Dictionary of Greek

  • μέλημα — το, ατος αυτό για το οποίο φροντίζει κανείς: Μέλημά μας η καλή εξυπηρέτησή σας! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλημ' — μέλημα , μέλημα object of care neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελημάτων — μέλημα object of care neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελήματα — μέλημα object of care neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελήματι — μέλημα object of care neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορατοριανοί — Ονομασία δύο ρωμαιοκαθολικών μοναχικών ταγμάτων. 1. Ο. της Ιταλίας. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο ντε Νέρι το 1564 στο Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι. Τα μέλη του τάγματος έθεσαν ως σκοπό τους τον καθαγιασμό των ψυχών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία.… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • αγώνισμα — το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι] 1. συναγωνισμός, διαγωνισμός 2. αθλητικός αγώνας, άθλημα αρχ. 1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη 2. κατόρθωμα, επίτευγμα 3. έπαθλο 4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια 5. ρητορικό γύμνασμα 6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”