μέδων

μέδων

μέδων, οντος, ὁ, wie μεδέων, der Fürsorger, Obwalter, Schirmer, bei Hom. gew. Verbindung ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, von den Ersten des Volkes, die im Kriege es führen u. im Rathe sitzen, Ἀργείων, Δαναῶν, Φαιήκων, im sing. Od. 1, 72, vom Phorkys, μέδων ἁλός, der Herrscher des Meeres, der Meergott. Vgl. μέδω, μέδομαι, μεδέων. – Das fem. μέδουσα bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μέδων — protect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από την Ιθάκη και ήταν κήρυκας των μνηστήρων της Πηνελόπης. Αποκάλυψε στη βασίλισσα το σχέδιο των μνηστήρων να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο και την ειδοποίησε όταν ο γιος της επέστρεψε …   Dictionary of Greek

  • μέδων — μέδος mead masc gen pl μέδω protect pres part act masc nom sg μέδων protect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεδόντων — Μέδων protect masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδον — Μέδων protect masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντα — Μέδων protect masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντας — Μέδων protect masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντε — Μέδων protect masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντες — Μέδων protect masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντι — Μέδων protect masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέδοντος — Μέδων protect masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”