μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… … Dictionary of Greek
μέδω — μέδος mead masc nom/voc/acc dual μέδος mead masc gen sg (doric aeolic) μέδω protect pres subj act 1st sg μέδω protect pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδόντων — μέδω protect pres part act masc/neut gen pl μέδω protect pres imperat act 3rd pl μέδων protect masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδοντα — μέδω protect pres part act neut nom/voc/acc pl μέδω protect pres part act masc acc sg μέδων protect masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδοντι — μέδω protect pres part act masc/neut dat sg μέδω protect pres ind act 3rd pl (doric) μέδων protect masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδουσιν — μέδω protect pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μέδω protect pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) μέδων protect masc dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδούσης — μέδω protect pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδούσῃ — μέδω protect pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδειν — μέδω protect pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδεις — μέδω protect pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδοντας — μέδω protect pres part act masc acc pl μέδων protect masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)