- νέφιον
νέφιον, τό, dim. von νέφος, Wölkchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέφιον, τό, dim. von νέφος, Wölkchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεφίον — νεφίον, τὸ (Α) [νέφος] υποκορ. τού νέφος … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek