- νέφωσις
νέφωσις, ἡ, die Umwölkung; Philo; Hel. 9, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέφωσις, ἡ, die Umwölkung; Philo; Hel. 9, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέφωσις — overclouding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώσει — νέφωσις overclouding fem nom/voc/acc dual (attic epic) νεφώσεϊ , νέφωσις overclouding fem dat sg (epic) νέφωσις overclouding fem dat sg (attic ionic) νεφόομαι to be clouded over fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώσεις — νέφωσις overclouding fem nom/voc pl (attic epic) νέφωσις overclouding fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώσεσι — νέφωσις overclouding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώσιας — νέφωσις overclouding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέφωσιν — νέφωσις overclouding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέφωση — η (Α νέφωσις) (νεφούμαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νεφώνομαι, η κάλυψη, επισκίαση τού ουρανού με σύννεφα νεοελλ. (μετεωρ.) το τμήμα τής επιφάνειας τού ουρανού το οποίο καλύπτεται από σύννεφα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
νεφώσεων — νεφώσεω̆ν , νέφωσις overclouding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφώσεως — νεφώσεω̆ς , νέφωσις overclouding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)