μέτ-αλλον

μέτ-αλλον

μέτ-αλλον, τό (vgl. μεταλλάω, also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς μέταλλον, Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίϑου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • συγκατηγορώ — συγκατηγορῶ, έω, ΝΑ [συγκατήγορος] 1. είμαι κατήγορος κάποιου μαζί με άλλον ή κατηγορώ μαζί περισσότερους από έναν («συγκατηγόρει μετ ἐκείνου σου καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν», Δημοσθ.) 2. (λογ.) αποδίδω μια ιδιότητα από κοινού με άλλους σε έναν ή σε… …   Dictionary of Greek

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

  • μεθορκώ — μεθορκῶ, όω (Α) 1. δεσμεύω ή υποχρεώνω κάποιον με νέο όρκο 2. ορκίζομαι μαζί με άλλον, βεβαιώνω αυτά που λέει κάποιος με όρκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὅρκος μέσω ενός αμάρτυρου *μέθορκος, κατά το σχήμα ἐπίορκος ἐπιορκῶ] …   Dictionary of Greek

  • μεταΐζω — (Α) κάθομαι μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («οὐδέ τιν ἄλλον εἴων... μεταΐζειν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω*, άλλος τ. τού ἕζομαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μεταγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”