μέταξα

μέταξα

μέταξα, , auch μάταξα geschrieben, ein Fremdwort, rohe Seide, u. Seide überhaupt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέταξα — η (ΑΜ μέταξα, Μ και μετάξα) κλωστική και υφαντική ύλη που εκκρίνεται από την κάμπια τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. νήμα που κατασκευάζεται από αυτήν την ύλη 2. φρ. «μέταξα τεχνητή» ή «μέταξα φυτική» το ρεγιόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης …   Dictionary of Greek

  • Μεταξά, Αντιγόνη — (Αθήνα 1905 – 1971). Παιδαγωγός, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας και παραγωγός ραδιοφωνικών παιδικών εκπομπών. Κόρη εκπαιδευτικού, σπούδασε παιδαγωγική στο Παρίσι και φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Ξεκίνησε την επαγγελματική… …   Dictionary of Greek

  • μέταξα — μέταξον neut nom/voc/acc pl μετάγω convey from one place to another aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάξας — μετάξᾱς , μετάγω convey from one place to another aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • μάταξα — μάταξα, ἡ (Α) μέταξα, μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα*, πιθ. κατ επίδραση τού λατ. mataxa] …   Dictionary of Greek

  • μέταξον — μέταξον, τὸ (Α) η μέταξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέταξα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”