- μέσ-ακτος
μέσ-ακτος, 1) (ἀκτή) in der Mitte des Ufers oder zwischen zwei Ufern liegend, τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους, Aesch. Pers. 861. – 2) (ἀκτός) in der Mitte gebrochen, πλευρά, Aesch. frg. 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσ-ακτος, 1) (ἀκτή) in der Mitte des Ufers oder zwischen zwei Ufern liegend, τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους, Aesch. Pers. 861. – 2) (ἀκτός) in der Mitte gebrochen, πλευρά, Aesch. frg. 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσακτος — (I) μέσακτος και μεσάκτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀκτή]. (II) μέσακτος, ον (Α) ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα… … Dictionary of Greek