- μέσδων
μέσδων, dor. statt μέζων, μείζων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσδων, dor. statt μέζων, μείζων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσδων — μέσδων, ον (Α) αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μείζων … Dictionary of Greek
μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος … Dictionary of Greek