μέρμῑθος

μέρμῑθος

μέρμῑθος, , = Folgdm, Zon.; auch μέρμῑθα, , Agatharchid. bei Phot. bibl. p. 451, 36.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέρμιθος — ο (Α μέρμιθος) η μέρμιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρμις, ιθος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μέρμιθος — μέρμῑθος , μέρμις cord fem gen sg μερμιθος cord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμιθον — μερμιθος cord masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”