- μέρμῑς
μέρμῑς, ῑϑος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιϑι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινϑα, vgl. μήρινϑος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρμῑς, ῑϑος, ἡ, Schnur, Faden, κατέδει μέρμιϑι φαεινῇ ἀργυρέῃ, Od. 10, 23; D. Sic. 3, 21, v. l. μέρμινϑα, vgl. μήρινϑος. Schon von den Alten von εἴρειν abgeleitet, mit vorgeschlagenem μ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρμις — μέρμις, ιθος, ἡ (Α) βλ. μέρμιθα … Dictionary of Greek
μέρμις — μέρμῑς , μέρμις cord fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμιθα — η (Α μέρμις, ιθος και μέρμιθα) σχοινί, τριχιά, σπόγγος νεοελλ. το σχοινί που χρησιμεύει για το ράψιμο τών ιστίων τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθημα μι τής λ. μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τού τ. ἕλμινς*, λίμινθες*, ενώ είναι πιθανό … Dictionary of Greek
μέρμιθος — ο (Α μέρμιθος) η μέρμιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέρμις, ιθος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
μιρμίδι — το λεπτή χρυσή κλωστή νήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμις, ιθος (βλ. μέρμιθα) «σχοινί, σπάγγος» + υποκορ. κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
μέρμιθα — μέρμῑθα , μέρμις cord fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμιθι — μέρμῑθι , μέρμις cord fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρμιθος — μέρμῑθος , μέρμις cord fem gen sg μερμιθος cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
mer-1 — mer 1 English meaning: to plait, bind; rope Deutsche Übersetzung: “flechten, binden; Schnur, Masche, Schlinge” Note: extended meregh , merǝgh Material: Gk. μέρμῑς, ῑθος f. “ filament “; lengthened grade μηρύομαι “wickle… … Proto-Indo-European etymological dictionary