- μάδρυα
μάδρυα, τά, für μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, nach Ath. II, 50 b; auch Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδρυα, τά, für μαλόδρυα, = κοκκύμηλα, nach Ath. II, 50 b; auch Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάδρυα — μάδρυα, τά (AM) κορόμηλα ή δαμάσκηνα, αγριοδαμάσκηνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών ἅμα + ἄδρυα (*ἁμάδρυα > μάδρυα βλ. ἄδρυα και ἅμα). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ.] … Dictionary of Greek
μάδρυα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)