- νάβα
νάβα erklärt Suid. τὸ πορϑμεῖον παρὰ Ῥωμαίοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάβα erklärt Suid. τὸ πορϑμεῖον παρὰ Ῥωμαίοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάβα — και νάβε, η (Μ νάβα) 1. τύπος τρίστηλου ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου που μοιάζει με δρόμωνα 2. είδος μεγάλου τρίστηλου εμπορικού πλοίου με ιστιοφορία δρόμωνα και εκτόπισμα πάνω από 500 τόννους μσν. (στους Ρωμαίους) πορθμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
ναβέτα — η ναυτ. μικρή νάβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. navette, υποκορ. τού nave < λατ. navis «πλοίο»] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
Μανρίκε, Χόρχε — (Jorge Manrique, Παρέδες δε Νάβα 1440; – Γκαρθί Μουνιόθ 1479). Ισπανός ποιητής. Ήταν γιος του δον Ροδρίγο, μεγάλου Μαγίστρου του Στρατιωτικού Θρησκευτικού Τάγματος του Σαντιάγο. Κατατάχτηκε στον στρατό σε νεαρή ηλικία και σκοτώθηκε πολεμώντας… … Dictionary of Greek
Μπερουγέτε, Πέδρο — (Pedro Berruguete, Παρέντες ντε Νάβα, Παλένθια μέσα 15ου αι. – 1506). Ισπανός ζωγράφος. Ως Πιέτρο Σπανιόλο που εργάστηκε το 1477 στην υπηρεσία του δούκα του Ουρμπίνο μαζί με τον Ιούστο της Γάνδης και τον Μελότσο. Ο Μ. επηρεάστηκε από τον Μελότσο… … Dictionary of Greek