μάγνης

μάγνης

μάγνης, ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίϑος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίϑος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίϑῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μάγνης — the magnet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγνης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης και πατέρας του μυθικού μουσικού Λίνου, γενάρχης των Μαγνήτων. II (Ικαρία περ. 480 π.Χ. – 450 π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο παλαιότερος ποιητής της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • Μάγνης, Ιωσήφ — (Μαγνησία Μικράς Ασίας 1800 – Σμύρνη 1871). Αγωνιστής του 1821 και λόγιος. Φοιτούσε στο γυμνάσιο της Χίου, όταν έγινε η σφαγή στο νησί, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στη Σμύρνη, όπου με δικά του χρήματα συγκρότησε σώμα εθελοντών. Αποβιβάστηκε με το… …   Dictionary of Greek

  • Μάγνης, Πέτρος — (Ζαγορά Πηλίου 1880 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1955). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε στην Αθήνα με τον τίτλο Φτερουγίσματα (1902).… …   Dictionary of Greek

  • Θεύδιος ο Μάγνης — (4ος αι. π.Χ.). Μαθηματικός και φιλόσοφος. Καταγόταν από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Ο Θ., που υπήρξε μαθητής του Εύδοξου στην Ακαδημία του Πλάτωνα, ήταν συμμαθητής των περίφημων μαθηματικών αδελφών Μεναίχμου και Δεινοστράτη. Για τη… …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος ο Μάγνης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι. της). Εκκλησιαστικός συγγραφέας από τη Μαγνησία της Καρίας ή της Λυδίας. Έγραψε απολογία για την υπεράσπιση του χριστιανισμού με τον τίτλο Μονογενής ή Αποκριτικός της Έλληνας …   Dictionary of Greek

  • Μαγνητικῶν — Μάγνης the magnet fem gen pl Μάγνης the magnet masc/neut gen pl Μαγνητικός the magnet fem gen pl Μαγνητικός the magnet masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνητικόν — Μάγνης the magnet masc acc sg Μάγνης the magnet neut nom/voc/acc sg Μαγνητικός the magnet masc acc sg Μαγνητικός the magnet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνησί — Μαγνής dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνητικῆς — Μάγνης the magnet fem gen sg (attic epic ionic) Μαγνητικός the magnet fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγνητικήν — Μάγνης the magnet fem acc sg (attic epic ionic) Μαγνητικός the magnet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”