μάγαδις

μάγαδις

μάγαδις, ιδος, ἡ, bei Phot. μαγάδις, u. im plur. μαγάδεις bei Hesych., u. bei Soph. frg. 228 bei Ath. XIV, 637 a scheint μαγαδῖδες zu schreiben, – ein dreieckiges, harfenähnliches Saiteninstrument, welches 20 Saiten enthielt, ψάλλω δ' εἴκοσι χορδαῖσιν μάγαδιν ἔχων, Anacr. bei Ath. a. a. O., mit 10 Tönen u. deren Oktaven, u. welches mit beiden Händen gespielt wurde, indem die linke die tieferen, die rechte die höheren Töne oder Saiten griff; so Ath. XIV, 634, nach dem sie eine Erfindung der Lyder war u. auch πηκτίς hieß, u. σαμβύκη; nach Andern aber von diesen verschieden. – Auch eine Flötenart, ὁ μάγαδις, wie Ion bei Ath. a. a. O., Λυδός τε μάγαδις αὐλὸς ἡγείσϑω βοῆς, die zugleich einen hohen u. einen tiefen Ton angab, μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν Anaxandrid. bei Ath. a. a. O., die auch κιϑαριστήριος hieß; vgl. noch Ath. IV, 182. – Ueber die verschiedenen Formen des Wortes vgl. Bergk zu Anacr. p. 86 ff. u. Mein. com. III, 179.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάγαδις — μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α) 1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση τής ογδόης 2.… …   Dictionary of Greek

  • μάγαδις — magadis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδιδας — μάγαδις magadis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδιδες — μάγαδις magadis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδιδι — μάγαδις magadis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδιδος — μάγαδις magadis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγαδιν — μάγαδις magadis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγάδης — μαγάδης, ὁ (Α) η μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιομάγαδις — άδεως, ἡ, Α πλάγια μάγαδις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + μάγαδις «έγχορδο μουσικό όργανο»] …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”