- μάγισσα
μάγισσα, ἡ, erst sehr Sp., fem. zu μάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάγισσα, ἡ, erst sehr Sp., fem. zu μάγος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάγισσα — η (Μ μάγισσα) βλ. μάγος … Dictionary of Greek
μάγισσα — η θηλ. του μάγος αυτή που ασχολείται με τη μαγεία και τις απόκρυφες επιστήμες, η μάντισσα: Για κάθε πρόβλημα έτρεχε σε μάγισσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek
μάγα — μάγα, ἡ (Μ) μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maga «μάγισσα»] … Dictionary of Greek
Sabrina, the Animated Series — infobox television show name = Sabrina, the Animated Series caption = Sabrina and Salem, as they appeared in Sabrina, the Animated Series . format = Animated television series runtime = 30 Minutes creator = Savage Steve Holland, based on the… … Wikipedia
Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin … Wikipedia
Лаврангас, Дионисиос — Дионисиос Лаврангас греч. Διονύσιος Λαυράγκας Род деятельности: композитор, дирижер и музыкальный педагог Дата рождения … Википедия
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
γελλού — η (Μ γελλού) [Γελλώ] 1. (υβριστικά, για γυναίκα) στρίγγλα 2. μάγισσα … Dictionary of Greek