- μάκερ
μάκερ, τό, ein indianisches Gewürz, Galen.; bei Plin. macir.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκερ, τό, ein indianisches Gewürz, Galen.; bei Plin. macir.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
ξυλομάκερ — ξυλομάκερ, ερος, τὸ (ΑΜ) το μοσχοκάρυδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μάκερ / μάκιρ «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… … Dictionary of Greek