- μάγαρον
μάγαρον, τό, = μέγαρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάγαρον, τό, = μέγαρον, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάγαρον — (Α) βλ. μέγαρον … Dictionary of Greek
μέγαρο — Τύπος κατοικίας της αρχαιότητας με ορθογώνια ως επί το πλείστον κάτοψη, που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία κ.α. Η λέξη είναι ομηρική, αν και μεγαροειδείς κατοικίες υπάρχουν ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Θεσσαλία (Σέσκλο,… … Dictionary of Greek
μέγαρον — και μάγαρον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ μέγαρα και μάγαρα υπόγεια σπήλαια, ιερά τής Δήμητρος και τής Περσεφόνης, στα οποία κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια σε μια ορισμένη ημέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων («καὶ ἐς τὰ μέγαρα καλούμενα ἀφιᾱσιν ὗς τῶν… … Dictionary of Greek