- μάκαρς
μάκαρς, ὁ, äol. statt μάκαρ, Alcm. frg. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκαρς, ὁ, äol. statt μάκαρ, Alcm. frg. 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek