- μάνωσις
μάνωσις, ἡ, das Dünn-, Lockermachen, Ggstz πύκνωσις Arist. phys. 4, 5, πυκνότης Plut. plac. phil. 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάνωσις, ἡ, das Dünn-, Lockermachen, Ggstz πύκνωσις Arist. phys. 4, 5, πυκνότης Plut. plac. phil. 1, 3 M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάνωσις — μάνωσις, ἡ (Α) [μανώ] μανότης,* αραίωση, αραιότητα … Dictionary of Greek
μάνωσις — making loose fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανώσει — μάνωσις making loose fem nom/voc/acc dual (attic epic) μανώσεϊ , μάνωσις making loose fem dat sg (epic) μάνωσις making loose fem dat sg (attic ionic) μανόω make porous aor subj act 3rd sg (epic) μανόω make porous fut ind mid 2nd sg μανόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανώσεις — μάνωσις making loose fem nom/voc pl (attic epic) μάνωσις making loose fem nom/acc pl (attic) μανόω make porous aor subj act 2nd sg (epic) μανόω make porous fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανώσεσι — μάνωσις making loose fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνωσιν — μάνωσις making loose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανώσεως — μανώσεω̆ς , μάνωσις making loose fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)