ξάντης

ξάντης

ξάντης, , der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξάντης — wool carder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ξάνται — ξάντης wool carder masc nom/voc pl ξάντᾱͅ , ξάντης wool carder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνταις — ξάντης wool carder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάντην — ξάντης wool carder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθ' — ξάνθαι , ξάνθη a pale coloured stone fem nom/voc pl ξάνθᾱͅ , ξάνθη a pale coloured stone fem dat sg (doric aeolic) ξάντα , ξάντης wool carder masc voc sg ξάντα , ξάντης wool carder masc nom sg (epic) ξάνται , ξάντης wool carder masc nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριοραβδιστής — ἐριοραβδιστής, ὁ (Α) (παπυρ.) αυτός που ραβδίζει, που ξαίνει τα έρια, ο ξάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + ραβδιστής (ραβδίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ξάντρια — η (Α ξάντρια) βλ. ξάντης …   Dictionary of Greek

  • ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”