μάν

μάν

μάν, dor. = μήν, welches zu vergleichen, Betheuerungswort, in der Il. nicht selten, in der Od. 11, 344. 17, 470; allein stehend, allerdings, gewiß, Il. 8, 373. 16, 14; ἄνα γε μάν, auffordernd, Aesch. Ch. 957, wie ἴτε μάν, Suppl. 996, wie ἄγρει μάν, wohlan denn, Il. 5, 765; verstärkt, ἦ μάν, jawahrlich, freilich wohl, Il. 2, 370. 13, 354; Pind. P. 4, 40 I. 1, 63; mit der Verneinung, οὐ μάν, wahrlich nicht, gewiß nicht, sehr gew. bei Hom., οὐ μὰν οὐδέ, Il. 4, 512. 23, 441, οὐ μὰν οὔτε, Od. 17, 470, auch μὴ μάν, Il. 8, 512. 15, 476. 22, 204; οὐδὲ μάν, Pind. P. 4, 87. 8, 18; καὶ μάν, ja sogar, Pind. Ol. 9, 53 P. 1, 63 u. öfter, der auch ὅμως μάν vrbdt, 2, 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μᾶν — Μᾶ fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶν — μής masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάν — μά̱ν , μήν Ars Prooem. epic doric aeolic (indeclform particle) μά̱ν , μής masc acc sg (epic doric aeolic) μής masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάν' — Μάνα , Μάνης cup masc voc sg Μάνα , Μάνης cup masc nom sg (epic) Μάναι , Μάνης cup masc nom/voc pl Μάνᾱͅ , Μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάν' — μάναι , μάνα fem nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνα fem dat sg (doric aeolic) μάνα , μάνης cup masc voc sg μάνα , μάνης cup masc nom sg (epic) μάναι , μάνης cup masc nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”