νάϊος

νάϊος

νάϊος, dor. = νήϊος, auch bei den Tragg. die gebräuchliche Form; στόλος, Aesch. Suppl. 2; ναΐοισιν ἐμβολαῖς, Pers. 271. 328; ἰὼ γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας, Soph. Ai. 350; νάϊον πόρευμα, Eur. I. A. 300; ὄχημα, I. T. 410; poet. bei Plut. reip. ger. praec. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Νάιος — Νάϊος και Νᾱος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός στη Δωδώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με την λ. ναός, ενώ, κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, συνδέεται με τις νύμφες τών νερών Ναϊάδες] …   Dictionary of Greek

  • νάιος — νάϊος, α, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. νήιος …   Dictionary of Greek

  • ναιός — ναιός, ὁ (Α) βλ. ναός …   Dictionary of Greek

  • Ναῖος — Νάιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάιος — νά̱ϊος , νήιος masc nom sg (doric) νά̱ϊος , νήιος masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίω — Νάιος masc nom/voc/acc dual Νάιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖε — Νάιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖον — Νάιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίου — Νάιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίους — Νάιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναίῳ — Νάιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”