νάφθας

νάφθας

νάφθας, , das freie, leicht entzündliche Bergöl, Naphtha, bei den Griechen auch Μηδείας ἔλαιον, Diosc. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νάφθας — νάφθας, ὁ (Α) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού νάφθα (βλ. και άφθα)] …   Dictionary of Greek

  • νάφθας — νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem acc pl νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem gen sg (doric aeolic) νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc acc pl νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθα — νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc/acc dual νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc sg (doric aeolic) νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc nom/voc/acc dual νάφθας naphtha masc voc sg νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc gen sg (doric aeolic) νάφθας naphtha masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθαν — νάφθᾱν , νάφθα naphtha fem acc sg (doric aeolic) νάφθᾱν , νάφθας naphtha masc acc sg (epic doric aeolic) νάφθας naphtha masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθᾳ — νάφθαι , νάφθα naphtha fem nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθα naphtha fem dat sg (doric aeolic) νάφθαι , νάφθας naphtha masc nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθας naphtha masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • НЕФТЬ —    • Naphtha,          ο̉ νάφθας и τò νάφθα, горное масло. По Плинию, богатые источники его находились в Вавилонии и Парфии, особенно близ города Менниды на четыре дня езды к югу от Арбелы. Употреблялись два сорта Н.: белая, которая считалась… …   Реальный словарь классических древностей

  • πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • νάφθης — νάφθα naphtha fem gen sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάφθῃ — νάφθα naphtha fem dat sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”