- νάφθα
νάφθα, ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάφθα, ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάφθα — νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc/acc dual νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc sg (doric aeolic) νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc nom/voc/acc dual νάφθας naphtha masc voc sg νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc gen sg (doric aeolic) νάφθας naphtha masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθα — νάφθα, η και νάφθη, η 1. (χημ.), πτητικό υγρό, συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου. 2. το ακάθαρτο πετρέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάφθᾳ — νάφθαι , νάφθα naphtha fem nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθα naphtha fem dat sg (doric aeolic) νάφθαι , νάφθας naphtha masc nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθας naphtha masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem acc pl νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem gen sg (doric aeolic) νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc acc pl νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθαν — νάφθᾱν , νάφθα naphtha fem acc sg (doric aeolic) νάφθᾱν , νάφθας naphtha masc acc sg (epic doric aeolic) νάφθας naphtha masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθης — νάφθα naphtha fem gen sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθῃ — νάφθα naphtha fem dat sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθας, ὁ (Α) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού νάφθα (βλ. και άφθα)] … Dictionary of Greek
νάφθον — νάφθον, τὸ (Μ) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νάφθα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek