μάτη

μάτη

μάτη, ἡ, = ματία, Fehler, Vergehen, Aesch. Ch. 905; auch φυγάδα μάταισι πολυϑρόοις βίαια δίζηνται λαβεῖν, Suppl. 800, von dem Hin- u. Herrennen der Verfolger; οὔτι τοι μέτρον μάτας, Soph. frg. 788; εἰς μάτην, = μάτην, ins Gelag, in den Tag hinein, Luc. Tragodop. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάτη — μάτη, ἡ (Α) 1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.) 2. (ως μέτρο) το 1/2 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā t και συνδέεται με σλαβ. mat am, mat ać «στρίβω …   Dictionary of Greek

  • μάτη — folly fem nom/voc sg (attic epic ionic) μάτος search neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μάτος search neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg (doric) ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάται — μάτη folly fem nom/voc pl μάτᾱͅ , μάτη folly fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματᾶν — μάτη folly fem gen pl (doric aeolic) ματάω to be idle pres part act masc voc sg (doric aeolic) ματάω to be idle pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ματάω to be idle pres part act masc nom sg (doric aeolic) ματᾶ̱ν , ματάω to be idle… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματῶν — μάτη folly fem gen pl μάτος search neut gen pl (attic epic doric) ματάω to be idle pres part act masc voc sg ματάω to be idle pres part act neut nom/voc/acc sg ματάω to be idle pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταισι — μάτη folly fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταισιν — μάτη folly fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτην — μάτη folly fem acc sg (attic epic ionic) μάτην in vain indeclform (adverb) μάτος search neut acc sg ματάω to be idle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ματάω to be idle imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτης — μάτη folly fem gen sg (attic epic ionic) ματάω to be idle pres ind act 2nd sg ματάω to be idle imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάθ' — μάθαι , μάθη fem nom/voc pl μάθᾱͅ , μάθη fem dat sg (doric aeolic) μάται , μάτη folly fem nom/voc pl μάτᾱͅ , μάτη folly fem dat sg (doric aeolic) μάθε , μανθάνω learn aor imperat act 2nd sg μάθε , μανθάνω learn aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάτα — μάτᾱ , μάτη folly fem nom/voc/acc dual μάτᾱ , μάτη folly fem nom/voc sg (doric aeolic) μάτᾱ , μάτος search neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) μάτᾱ , ματάω to be idle pres imperat act 2nd sg μάτᾱ , ματάω to be idle imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”