βάταλος

βάταλος

βάταλος, ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάταλος — και βάτταλος, ο (Α) 1. ο τραυλός 2. ο πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ ( έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Βάταλος — stammerer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάταλος — stammerer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλου — Βάταλος stammerer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλου — βάταλος stammerer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλους — Βάταλος stammerer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλους — βάταλος stammerer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάλων — Βάταλος stammerer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατάλων — βάταλος stammerer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάταλον — Βάταλος stammerer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάταλον — βάταλος stammerer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”