βάτιον

βάτιον

βάτιον, τό, 1) dim. von βάτος, Brombeeren, Ath. II, 51 f. B. A. 224 συκαμίνου καρπὸς, ὑπὸ Σαλαμινίων καλεῖται. – 2) = βατιάκιον, Ath. XI, 784 b. Bei Ar. Pl. 1011 haben die codd. für φάττιον, was Bentl. Emend. ist, βάτιον u. βάττιον, was die Schol. für ein Liebkosungswort erkl. u. verschieden ableiten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάτιον — βάτιον, το (Α) [βατός (Ι)] 1. μικρός βατός 2. ο καρπός της μουριάς, το μούρο …   Dictionary of Greek

  • βάτιον — mulberry neut nom/voc/acc sg βατέω cover imperf ind act 3rd pl (doric) βατέω cover imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτια — βάτιον mulberry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”