- βάτινος
βάτινος, vom Dornstrauch, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάτινος, vom Dornstrauch, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάτινος — και βάτσινος και βάτικος, η, ο Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον) ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή… … Dictionary of Greek
βάτικος — η, ο βλ. βάτινος … Dictionary of Greek
βάτσινο — το (Μ βάτσινον) βλ. βάτινος … Dictionary of Greek