βάσκω [2]

βάσκω [2]

βάσκω, gehen, Nebenform von βαίνω (βάω); vgl. φάσκω φημί (φάω); Hom. hat βάσκω sechsmal, βάσκ' ἴϑι Versanfang Iliad. 2, 8. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144. 356; βάσκε u. ἴϑι auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. gleichbedeutend, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 8, Scholl. Herodian. Iliad. 2, 8. 11, 186, Scholl. Nicanor. Iliad. 11, 186 (die Anmerkungen des Nikanor und des Herodian zu dieser Stelle sind in ein Scholium verschmolzen, was Lehrs und Friedländer nicht bemerkt haben); immer Befehl des Zeus an Jem., der als Bote weggehn u. etwas bestellen soll an Iris Iliad. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144, an Hermes Iliad. 24, 336, an den zu Agamemnon gesendeten Traumgott Iliad. 2, 8; dritter Vers der Rede Iliad. 24, 836, βάσκ' ἴϑι, καὶ Πρίαμον κοίλας ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἃς ἄγαγ', ὡς κτἑ,; sonst erster Versder Rede, βάσκ' ἴϑι, οὖλε ὄνειρε Iliad. 2, 8, βάσκ' ἴϑι, Ἶρι ταχεῖα Iliad. 8, 399. 11, 186. 15, 158. 24, 144. – Vgl. Ap. Rh. 3, 486. Bei Aesch. Pers. 653. 658 = komm! βάσκετε Ar. Th. 783. Vgl. ἐπιβ. u. παραβ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βάσκω — (Α) 1. φρ. «βάσκ ἴθι» εμπρός, άντε πήγαινε 2. έλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βă σκ ω παράλληλος και πολύ πιο σπάνιος τ. ενεστώτα του βαίνω από θ. βă , συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας βă / βη (ή, κατ άλλους, από αρχική ρίζα *gwem ) και ενεστωτικό θαμιστικό… …   Dictionary of Greek

  • βάσκε — βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσκετε — βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσκου — βάσκω speed thee! away! pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… …   Dictionary of Greek

  • BASTERNA — genus vehiculi, Matronis olim Romanorum in usu. Differcbat a Lectica parum, cui quoque successit, itidem feminis propria. Antiquitus namque sellae lecticaeque in hunc usum adhibebantur, quibus matronae in publico etiam secretehabebantur. Hae cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BASTUM — Graece βαςτὸν baculus; imo quidquid ferendo est; a βάω, βῶ, unde βάζω et βάσκω, vado: a quo βατὴρ βατηρία, et βακτηρία, quae idem sunt cum βαςτὸς et βαςτὸν. Hinc etiam βαςτὰ pro calceis, vel sandaliis. Hesych. βαςτὰ, ὑπόδήματα Ι᾿ταλιῶται, Basta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ITALICI — apud Spartian, in Hadr. Post hac Hispanias petit delectumque ioculariter, ut verba ipsa penit Marius Maximus, detrectantibus Italicis, cateris vebementissime, prudenter et caute consuluit: Itali sunt aut Italis orti, qui Hispanica oppida… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιβάσκω — ἀμφιβάσκω (Α) αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βάσκω. Συγγενής τ. τού ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική] …   Dictionary of Greek

  • παραβάσκω — Α στέκομαι ή κάθομαι κοντά, δίπλα στον ηνίοχο, είμαι παραβάτης, παρακαθήμενος τού ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάσκω «βαίνω, πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • βάσκ' — βάσκε , βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”