- βάσκω
βάσκω, = βάζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσκω, = βάζω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσκω — (Α) 1. φρ. «βάσκ ἴθι» εμπρός, άντε πήγαινε 2. έλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βă σκ ω παράλληλος και πολύ πιο σπάνιος τ. ενεστώτα του βαίνω από θ. βă , συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας βă / βη (ή, κατ άλλους, από αρχική ρίζα *gwem ) και ενεστωτικό θαμιστικό… … Dictionary of Greek
βάσκε — βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκετε — βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκου — βάσκω speed thee! away! pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… … Dictionary of Greek
BASTERNA — genus vehiculi, Matronis olim Romanorum in usu. Differcbat a Lectica parum, cui quoque successit, itidem feminis propria. Antiquitus namque sellae lecticaeque in hunc usum adhibebantur, quibus matronae in publico etiam secretehabebantur. Hae cum… … Hofmann J. Lexicon universale
BASTUM — Graece βαςτὸν baculus; imo quidquid ferendo est; a βάω, βῶ, unde βάζω et βάσκω, vado: a quo βατὴρ βατηρία, et βακτηρία, quae idem sunt cum βαςτὸς et βαςτὸν. Hinc etiam βαςτὰ pro calceis, vel sandaliis. Hesych. βαςτὰ, ὑπόδήματα Ι᾿ταλιῶται, Basta,… … Hofmann J. Lexicon universale
ITALICI — apud Spartian, in Hadr. Post hac Hispanias petit delectumque ioculariter, ut verba ipsa penit Marius Maximus, detrectantibus Italicis, cateris vebementissime, prudenter et caute consuluit: Itali sunt aut Italis orti, qui Hispanica oppida… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφιβάσκω — ἀμφιβάσκω (Α) αιολικός τύπος αντί αμφιβαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βάσκω. Συγγενής τ. τού ρ. βαίνω, που απαντά μόνο σε προστακτική] … Dictionary of Greek
παραβάσκω — Α στέκομαι ή κάθομαι κοντά, δίπλα στον ηνίοχο, είμαι παραβάτης, παρακαθήμενος τού ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάσκω «βαίνω, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
βάσκ' — βάσκε , βάσκω speed thee! away! pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)