- μάσασθαι
μάσασθαι, aor. zu ΜΑΩ, betasten, Od. 11, 591.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάσασθαι, aor. zu ΜΑΩ, betasten, Od. 11, 591.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μασᾶσθαι — μασάομαι chew pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάσασθαι — μάσσω knead aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μοσσύνειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μασᾱσθαι βραδέως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μασῶ] … Dictionary of Greek
menth-2 — menth 2 English meaning: to chew, mouth Deutsche Übersetzung: “kauen; Gebiß, Mund” Material: O.Ind. math “ devour “: Gk. μάθυιαι γνάθοι Hes. (compare ματτύνη “Maced. Fleischgericht”), μασάομαι “ chew, bite” (from *μαθια , IE… … Proto-Indo-European etymological dictionary