- νάστης
νάστης, ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάστης, ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάστης — νάστης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ τού ρ. ναίω* + κατάλ. της (πρβλ. μετανάστης)] … Dictionary of Greek
Νάστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάστης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναστῆς — ναστός close pressed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναστῶν — Νάστης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναστῶν — νάστης masc gen pl ναστός close pressed fem gen pl ναστός close pressed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάστην — Νάστης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάστην — νάστης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάστου — Νάστης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάστου — νάστης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάστῃ — Νάστης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)