- βάσσαρος
βάσσαρος, ὁ, = βασσαρεύς, Suid.; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσσαρος, ὁ, = βασσαρεύς, Suid.; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάσσαρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτταρος — βάσσαρος , βάσσαρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάρου — βάσσαρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασσάρων — βάσσαρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάσσαρε — βάσσαρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαττάρωι — βασσάρῳ , βάσσαρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτταρον — βάσσαρον , βάσσαρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)