- νάσσα
νάσσα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάσσα,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάσσα — νά̱σσᾱ , νᾶσσα fem nom/voc/acc dual νά̱σσᾱ , νᾶσσα fem nom/voc sg (doric aeolic) ναίω 1 dwell aor ind act 1st sg (epic) νά̱σσᾱ , νῆττα duck fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάσσα — (I) η ζωολ. γένος κτενοβράγχιων γαστεροπόδων, γνωστό ίσως από το κρητιδικό και οπωσδήποτε από το ηώκαινο έως σήμερα, που περιλαμβάνει πολλά υπογένη με όστρακο παχύ σε σχήμα κωνικής σπείρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nassa … Dictionary of Greek
'νασσα — ἔνασσα , ναίω 1 dwell aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάσσας — νά̱σσᾱς , νᾶσσα fem acc pl νά̱σσᾱς , νᾶσσα fem gen sg (doric aeolic) νάσσᾱς , ναίω 1 dwell aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ναίω 1 dwell aor ind act 2nd sg (epic) νά̱σσᾱς , νῆττα duck fem acc pl νά̱σσᾱς , νῆττα duck fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσσα — η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα) γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια νεοελλ. φρ. «ποιεί την νήσσαν» υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι … Dictionary of Greek
утка — I утка I, утица, собир. утва, астрах. (РФВ 63, 132), укр. утиця, блр. уць ж., уцiца, др. русск. уты, род. п. ъве, утица, цслав. ѫты, сербохорв. у̏тва, словен. о̣̑tvа, н. луж. husica утка , huse, род. п. husesa утенок . Праслав. *ǫtь или ǫty,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ἄνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνασσα — queen fem nom/voc sg ἄ̱νασσα , ἀνάζω aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνάζω aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνασσ' — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄνασσαι , ἄνασσα queen fem nom/voc pl ἄ̱νασσε , ἀνάσσω to be lord imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνασσε , ἀνάσσω to be lord pres imperat act 2nd sg ἄ̱νασσα , ἀνάζω aor ind act 1st sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνασσα — ἄνασσα , ἄνασσα queen fem nom/voc sg ἄ̱νασσα , ἀνάζω aor ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
anǝt- — anǝt English meaning: “duck” Deutsche Übersetzung: “Ente” Material: O.Ind. üti ḥ ütī f. “ water bird “ (or to O.Ice. ǣðr, Mod.Swe. åda f. “ eider duck “ from Gmc. *üdī ?); Gk. νῆσσα, böot. νᾶσσα (*νᾱτι̯ᾱ O.Ind. üti ḥ) “… … Proto-Indo-European etymological dictionary