μάργη

μάργη

μάργη, ἡ, = μαργότης, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάργη — η βλ. μάργα …   Dictionary of Greek

  • μάργη — μάργος mad fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαργάω raging pres imperat act 2nd sg (doric) μαργάω raging pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μαργάω raging imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάργῃ — μάργος mad fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάργος — μάργος, ον, θηλ. και μάργη (Α) 1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.) 2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.) 3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.) 4. μτφ. αισχρός, ασελγής,… …   Dictionary of Greek

  • αργιλοκιμωλία — η η μάργη* …   Dictionary of Greek

  • μάργα — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστόλιθο και άργιλο. Η επιφάνειά της είναι αλαμπής και κογχοειδής, ενώ η υφή της είναι γενικά ανώμαλη. Έχει λιπαρή αφή, θρυμματίζεται αν εκτεθεί στον αέρα και παρουσιάζει όλα τα χρώματα από το μαύρο έως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”