νάρκισσος — narcissus fem nom sg νάρκισσος narcissus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάρκισσος — narcissus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek
νάρκισσος — ο 1. ανθοκομικό φυτό, αλλ. ζαμπάκι, το. 2. ως κύρ. όν., Νάρκισσος όνομα μυθικού ήρωα που ερωτεύτηκε το είδωλό του, όταν το είδε στο νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναρκίσσοιο — νάρκισσος narcissus fem gen sg (epic) νάρκισσος narcissus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκίσσοις — νάρκισσος narcissus fem dat pl νάρκισσος narcissus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκίσσου — νάρκισσος narcissus fem gen sg νάρκισσος narcissus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκίσσους — νάρκισσος narcissus fem acc pl νάρκισσος narcissus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκίσσων — νάρκισσος narcissus fem gen pl νάρκισσος narcissus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκίσσῳ — νάρκισσος narcissus fem dat sg νάρκισσος narcissus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκισσοι — νάρκισσος narcissus fem nom/voc pl νάρκισσος narcissus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)