- βοῦνις
βοῦνις, ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοῦνις, ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βούνις — βοῡνις, η (Α) [βουνός] (για περιοχή) βουνώδης … Dictionary of Greek
βοῦνις — hilly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνι — βοῦνις hilly fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοῦνιν — βοῦνις hilly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek