βοῦ-κλεψ

βοῦ-κλεψ

βοῦ-κλεψ, , Rinderdieb, B. A. 11; Arcad. 94, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψ — κλέψ, πός, ὁ (Α) κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται γιά νεολογισμό τού Φρυνίχου που προήλθε μάλλον κατ απόσπασιν από σύνθ., όπως π.χ. είναι το βοῦ κλεψ] …   Dictionary of Greek

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • νακοκλέψ — και νακόκλεψ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που κλέβει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη «προβιά» + κλεψ (< κλέπτω), πρβλ. βού κλεψ] …   Dictionary of Greek

  • τυροκλέπτης — και τυρόκλεψ, ὁ, Α τυροκλόπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλέπτης/ κλεψ (< κλέπτω), πρβλ. βοῦ κλεψ, ὀρνιθο κλέπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”