- νοΐδιον
νοΐδιον, τό, dim. von νοῦς, Ar. Equ. 100, neben γνωμίδιον u. βουλευμάτιον; vgl. Lob. Phryn. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοΐδιον, τό, dim. von νοῦς, Ar. Equ. 100, neben γνωμίδιον u. βουλευμάτιον; vgl. Lob. Phryn. 87.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοίδιον — νοίδιον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού νους 2. νοημάτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
νοίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοιδίων — νοίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek