νηΐτης

νηΐτης

νηΐτης, ὁ, = νήϊος; στρατός, Schiffsheer, Thuc. 2, 24. 3, 85, wie στόλος, die Flotte, Antiphil. 18 (VII, 379); Ael. V. H. 5, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νηίτης — νηΐτης, ὁ (Α) 1. αυτός που ανήκει σε πλοίο 2. αυτός που αποτελείται ή συγκροτείται από πλοία («ἤν μὴ οἱ πολέμιοι νηΐτη στρατῷ [= στόλῳ] ἐπιπλέωσι τῇ πόλει» Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πολ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • νηίτης — νηί̱της , νηίτης of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηίτας — νηί̱τᾱς , νηίτης of masc acc pl νηί̱τᾱς , νηίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • νηιτικός — νηϊτικός, ή, όν (Α) [νηίτης] ναυτικός …   Dictionary of Greek

  • νηίταις — νηί̱ταις , νηίτης of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηίτην — νηί̱την , νηίτης of masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηίτου — νηί̱του , νηίτης of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηίτῃ — νηί̱τῃ , νηίτης of masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”