- μον-ῳδικός
μον-ῳδικός, ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-ῳδικός, ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.