- νηθίς
νηθίς, ίδος, ἡ, die Spinnerinn, Schol. Il. 6, 491.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηθίς, ίδος, ἡ, die Spinnerinn, Schol. Il. 6, 491.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηθίς — νηθίς, ἡ (Α) αυτή που γνέθει, η γνέστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήθω «γνέθω» + κατάλ. ίς (πρβλ. γραφ ίς)] … Dictionary of Greek