- μηλίς
μηλίς, ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλίς, ίδος, ἡ, = μηλέα, μαλίδες Κυδώνιαι, Quittenbäume, Ibyc. 1. – S. auch μᾶλις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλίς — μηλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς) κίτρινο χρώμα, ώχρα αρχ. 1. το δέντρο μηλιά 2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» οι κυδωνιές 3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).… … Dictionary of Greek
Μηλίς — fem nom sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίς — (I) Μηλίς, ἡ (Α) βλ. μηλιακός και Μηλιεύς. (II) Μηλίς, ίδος (Α) νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. ίς (πρβλ. Δαυλ ίς)] … Dictionary of Greek
Μηλίδα — Μηλίς fem acc sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδα — μηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδας — Μηλίς fem acc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδας — μηλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδες — Μηλίς fem nom/voc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλίδες — μηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίδος — Μηλίς fem gen sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)