μηλολόνθη

μηλολόνθη

μηλολόνθη, , der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥςπερ μηλολόνϑην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλολόνθη — cockchafer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθαι — μηλολόνθη cockchafer fem nom/voc pl μηλολόνθᾱͅ , μηλολόνθη cockchafer fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθαις — μηλολόνθη cockchafer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθην — μηλολόνθη cockchafer fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθης — μηλολόνθη cockchafer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλολόνθιον — μηλολόνθιον, τὸ (Α) [μηλολόνθη] υποκορ. τού μηλολόνθη …   Dictionary of Greek

  • melolonta — (Del gr. melolonthe, destructor de manzanos.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Insecto coleóptero, del que existen varias especies muy dañinas para las plantas, cuyas larvas se alimentan de las raíces de patatas y cereales. * * * melolonta (del gr …   Enciclopedia Universal

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

  • μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη …   Dictionary of Greek

  • μηλολάνθη — μηλολάνθη, ἡ (Α) βλ. μηλολόνθη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”