μηλολόνθη — cockchafer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… … Dictionary of Greek
μηλολόνθαι — μηλολόνθη cockchafer fem nom/voc pl μηλολόνθᾱͅ , μηλολόνθη cockchafer fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθαις — μηλολόνθη cockchafer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθην — μηλολόνθη cockchafer fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθης — μηλολόνθη cockchafer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλολόνθιον — μηλολόνθιον, τὸ (Α) [μηλολόνθη] υποκορ. τού μηλολόνθη … Dictionary of Greek
melolonta — (Del gr. melolonthe, destructor de manzanos.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Insecto coleóptero, del que existen varias especies muy dañinas para las plantas, cuyas larvas se alimentan de las raíces de patatas y cereales. * * * melolonta (del gr … Enciclopedia Universal
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek
μηλάνθη — μηλάνθη, ἡ (ΑΜ) 1. το έντομο μηλολόνθη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη εἶδος ζῷου μικροῡ» 3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῑν προσιπτάμενον» 4. άνθος μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη … Dictionary of Greek
μηλολάνθη — μηλολάνθη, ἡ (Α) βλ. μηλολόνθη … Dictionary of Greek